ανεκκαθάριστος

ανεκκαθάριστος
-η, -ο
(για λογαριασμούς), αυτός που δεν ξεκαθαρίστηκε, δεν τακτοποιήθηκε: Εκείνος ο παλιός λογαριασμός μένει ακόμη ανεκκαθάριστος.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ανεκκαθάριστος — η, ο 1. (λογαριασμός κ.λπ.) για τον οποίο δεν έγινε εκκαθάριση 2. αυτός που δεν ξεκαθάρισε, δεν διευκρινίστηκε. [ΕΤΥΜΟΛ. < εκκαθαρίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1883 στον Κ.Α. Κυπριάδη] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”